-
1 уксусный
επ.ξινός, όξινος, του ξιδιού. уксусный залах η μυρουδιά του ξιδιού•-ое производство η παραγωγή ξιδιού.
εκφρ.- ое дерево – ο ρους, το ρούδι, το χρυσόξυλο, σουμάκι, η βυρσιά•- ая кислота – το οξεικόν οξύ•- ая эс-сенсия – καθαρό οξεικόν οξύ.